Ενώ οι κυβερνητικές ανακοινώσεις και οι εκτιμήσεις ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών –όπως το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή– μιλούν για δυναμική πορεία της ελληνικής οικονομίας, μια ανάλυση του Levy Economics Institute του Bard College στη Νέα Υόρκη έρχεται να κλονίσει την «ανθεκτική εικόνα» που έχει φιλοτεχνηθεί.
Οι αναλυτές του Ινστιτούτου –μεταξύ αυτών οι Δ. Παπαδημητρίου, Ν. Ροδουσάκης, G.T. Yajima και G. Zezza– προβλέπουν ότι η ελληνική οικονομία θα εισέλθει σε ύφεση το 2026, με συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 1,3%.
Οι αιτίες: Εισαγωγές, δημόσιες δαπάνες και Ταμείο Ανάκαμψης
Η απαισιόδοξη πρόβλεψη βασίζεται σε ουδέτερες παραδοχές και υφιστάμενα οικονομικά δεδομένα. Το Levy Institute εντοπίζει δομικά προβλήματα στο παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας:
-
Αυξανόμενο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε συνδυασμό με έλλειμμα στον ιδιωτικό τομέα.
-
Υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές, χωρίς ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής.
-
Υποκατάσταση των δημόσιων δαπανών με έσοδα από αποκρατικοποιήσεις, πρακτική που –σύμφωνα με την ανάλυση– οδηγεί σε αδιέξοδο.
Η τρέχουσα αύξηση των επενδύσεων αποδίδεται κατά κύριο λόγο στην εισροή κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Όμως, οι πόροι αυτοί προβλέπεται να διακοπούν το 2027, δημιουργώντας έντονη αβεβαιότητα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά από εκείνο το χρονικό σημείο.
Κριτική στις επίσημες εκτιμήσεις
Οι διεθνείς οργανισμοί υπολογίζουν την ανάπτυξη της Ελλάδας φέτος σε 2%-2,3%, εφόσον υπάρξει:
-
Αύξηση των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) κατά τουλάχιστον 1,5 δισ. ευρώ
-
Καθαρές δημόσιες δαπάνες ύψους άνω των 6 δισ. ευρώ
Το Levy Institute θεωρεί τις υποθέσεις αυτές υπεραισιόδοξες, σημειώνοντας ότι η πραγματική απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης είναι της τάξης μόλις του 20%, σύμφωνα με την πρόσφατη εμπειρία.
Ηχηρές επισημάνσεις της έκθεσης
-
Το εξωτερικό έλλειμμα παραμένει σε υψηλά επίπεδα και μπορεί να οδηγήσει σε νέα χρηματοπιστωτική κρίση, λόγω και του υψηλού δημόσιου χρέους.
-
Οι δημόσιες επενδύσεις εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία αυξάνονται μεν (8,5 δισ. ευρώ το 2024, 10 δισ. το 2025, 12 δισ. το 2026), αλλά δεν επαρκούν για μακροπρόθεσμη σταθερότητα.
-
Το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ είναι μόλις 34,7%, έναντι 57% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, με οριακή αύξηση από το 2015.
-
Οι ΑΞΕ αφορούν κυρίως αγορά ακινήτων και επιχειρήσεων από ξένους επενδυτές – όχι παραγωγικές επενδύσεις. Τα κέρδη αυτών των επενδύσεων φεύγουν στο εξωτερικό.
-
Τα στατιστικά αποθέματα, που μέχρι τώρα συντηρούν τις ισορροπίες, εκτιμάται ότι θα εξαντληθούν το 2025, οδηγώντας σε ύφεση.
Ο τουρισμός δεν αρκεί
Αν και ο τουρισμός παραμένει κομβικός τομέας της ελληνικής οικονομίας, η καθαρή συμβολή του στο ΑΕΠ είναι χαμηλότερη απ’ όσο φαίνεται. Η ζήτηση αυξάνεται ταχύτερα από την προσφορά, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξης του τομέα με τους σημερινούς ρυθμούς.
Δημοσιονομική σύσφιγξη – Το δίκοπο μαχαίρι
Το Levy Institute ασκεί έντονη κριτική στη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης. Η προτεραιότητα στα πρωτογενή πλεονάσματα, όπως αναφέρεται, οδηγεί σε:
-
Μείωση των διαθέσιμων πόρων για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, λόγω υπερφορολόγησης και περιορισμού των μεταβιβάσεων.
-
Αδυναμία ενίσχυσης της εσωτερικής ζήτησης και κατανάλωσης.
Η ανάλυση του Levy Institute λειτουργεί σαν «ψυχρολουσία» απέναντι στο κλίμα αισιοδοξίας που καλλιεργούν κυβέρνηση και διεθνείς θεσμοί. Εάν δεν υπάρξει αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, περιορισμός της εξάρτησης από εισαγωγές και πραγματική ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα, τότε –όπως προειδοποιούν οι Αμερικανοί οικονομολόγοι– το 2026 δεν θα είναι απλώς μια δύσκολη χρονιά, αλλά η αρχή μιας νέας κρίσης.