Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ τονίζει ότι τα αναπάντητα ερωτήματα για την παρακολούθηση του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη και του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ-Κιν.Αλ. Νίκου Ανδρουλάκη είναι πολλά και κρίσιμα. Και σημειώνει ότι όσο ο πρωθυπουργός αποφεύγει να τα απαντήσει μεγεθύνονται οι υποψίες «ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι απλά ένας επικίνδυνα “ανέμελος” πρωθυπουργός, αλλά ο προϊστάμενος μιας σκοτεινής ομάδας που λειτουργούσε ως εγκληματική οργάνωση».
Ο Αλ. Τσίπρας υπογραμμίζει ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης έχει μια τελευταία πολιτική ευκαιρία να φύγει με κάποια αξιοπρέπεια «επιλέγοντας το δρόμο της ανάληψης της πολιτικής ευθύνης, της παραίτησης και της προσφυγής στη κρίση του ελληνικού λαού».
Ωστόσο, επισημαίνει ότι δεν αρκεί η απλή εναλλαγή στην εξουσία, αλλά απαιτείται ένα σχέδιο ανάταξης και ανασύνταξης της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας και μια θεσμική επανεκκίνηση, που θα αφορά όχι μόνο την ΕΥΠ, αλλά και τη Δικαιοσύνη, τη λειτουργία των ΜΜΕ, τις ανεξάρτητες αρχές και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Απαιτούνται σοβαρές και θαρραλέες μεταρρυθμίσεις, όπως τονίζει, που θα διασφαλίζουν περισσότερη δημοκρατία, διαφάνεια, λογοδοσία, δικαιοσύνη και αξιοκρατία.
Ολόκληρο το άρθρο του Αλέξη Τσίπρα
Οι μέχρι σήμερα αποκαλύψεις για τις «νόμιμες» και παράνομες παρακολουθήσεις πολιτικών και δημοσιογράφων στοιχειοθετούν βαρύτατη προσβολή του Συντάγματος και αφήνουν βαθύ τραύμα στη δημοκρατική λειτουργία του Πολιτεύματος. Και αποκλειστικά υπεύθυνος για αυτή την εκτροπή είναι, χωρίς αμφιβολία, ο ίδιος ο κος Μητσοτάκης. Όχι μόνο γιατί ως Πρωθυπουργός έχει την αντικειμενική ευθύνη, αλλά και γιατί έσπευσε από τη πρώτη μέρα της διακυβέρνησής του να αναλάβει με νόμο, ο ίδιος, την ευθύνη της ΕΥΠ.
Η τηλεοπτική του απολογία για το συγκλονιστικό σκάνδαλο αποδεικνύει ότι παραμένει αδιάφορος για την αλήθεια, την ηθική και το σεβασμό του κράτους δικαίου. Τη στιγμή που έγκριτα διεθνή ΜΜΕ συγκρίνουν το καθεστώς του με των συνταγματαρχών, ο πρωθυπουργός, σε μια εκδήλωση πολιτικής και προσωπικής δειλίας, επιχειρεί να διασωθεί μεταθέτοντας τις ευθύνες του στη “χούντα του Μαξίμου”, που ο ίδιος όμως επέλεξε και στήριξε. Τα δε προκλητικά δημόσια ψέματα των πιο κοντινών συνεργατών του υπουργών, όπως ο κ. Οικονόμου, ο κ. Γεραπετρίτης και ο κ. Πιερρακάκης, από την ημέρα της πρώτης καταγγελίας του δημοσιογράφου Θ. Κουκάκη μέχρι και την αποκάλυψη της επίσημης επισύνδεσης από την ΕΥΠ στο κινητό τηλέφωνο του κου Ανδρουλάκη, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις αλλά και την ενοχή, τόσο των ιδίων όσο και του πολιτικού τους προϊστάμενου.
Τα αναπάντητα ερωτήματα, ωστόσο, είναι τόσα πολλά και τόσο κρίσιμα, που όσο ο κος Μητσοτάκης αποφεύγει να τα απαντήσει τόσο μεγεθύνονται οι υποψίες όλων ότι όσα μέχρι τώρα γνωρίζουμε αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Οι υποψίες, δηλαδή, ότι ο κος Μητσοτάκης δεν είναι απλά ένας επικίνδυνα “ανέμελος” πρωθυπουργός, αλλά ο προϊστάμενος μιας σκοτεινής ομάδας που λειτουργούσε ως εγκληματική οργάνωση, παραβιάζοντας το Σύνταγμα και κάθε δημοκρατική αξία. Διότι, προφανώς, ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης δεν τέθηκε υπό παρακολούθηση για λόγους εθνικού κινδύνου, αλλά επειδή τόλμησε να ασχοληθεί, να ερευνήσει και να αρθρογραφήσει για τη νομοθετική πρωτοβουλία Μητσοτάκη να τροποποιήσει τους ποινικούς κώδικες, με πρόσχημα την αυστηρότερη αντιμετώπιση της ρίψης μολότοφ, αλλά στη πραγματικότητα προκειμένου να δοθεί ασυλία στα υψηλόβαθμα στελέχη τραπεζών, που αντιμετώπιζαν βαρύτατες κατηγορίες για ανοιχτές ποινικά υποθέσεις θαλασσοδανείων. Και ο κος Ανδρουλάκης προφανώς δεν τέθηκε υπό παρακολούθηση επειδή είχε επαφές με Κινέζους δράκους, Αρμένιους ή Ουκρανούς μαχητές του Αζόφ, αλλά επειδή η εγκληματική οργάνωση είχε την πρόθεση να τον θέσει υπό “επιτήρηση” και εάν προέκυπτε η δυνατότητα υπό διαρκή πολιτικό εκβιασμό.
Με αυτά ως δεδομένα είναι προφανές ότι αυτή η υπόθεση δεν μπορεί και δε θα τελειώσει δίχως περαιτέρω εξηγήσεις και αποκαλύψεις. Και σε κάθε περίπτωση καμία μιντιακή υπεροπλία και καμία συστημική στήριξη δεν θα αποβεί ικανή να εξισορροπήσει την απώλεια στήριξης και την περιδίνηση στην οποία βρίσκεται και θα βρίσκεται μέχρι τέλους ο κος Μητσοτάκης.
Έχει βέβαια μια τελευταία πολιτική ευκαιρία να φύγει με κάποια αξιοπρέπεια. Επιλέγοντας το δρόμο της ανάληψης της πολιτικής ευθύνης, της παραίτησης και της προσφυγής στη κρίση του ελληνικού λαού. Αν δε το πράξει, μπορεί να φαντασιώνεται ότι βρίσκεται ακόμη σε πτήση, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Που στο τέλος της θα έχει αναπόφευκτα την πρόσκρουση.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, το κρίσιμο δεν είναι τι θα πράξει ο κος Μητσοτάκης, αλλά το ποια θα είναι η επόμενη ημέρα για τον τόπο. Πώς την αντιλαμβανόμαστε και πώς θα την προετοιμάσουμε. Διότι εδώ που φτάσαμε δεν αρκεί να επιδιώκουμε μια απλή εναλλαγή στην εξουσία. Αυτό που απαιτείται είναι ένα σχέδιο ανάταξης και ανασύνταξης της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας. Ένα σχέδιο θεσμικής επανεκκίνησης, που θα αφορά όχι μόνο την ΕΥΠ, αλλά και τη Δικαιοσύνη, τη λειτουργία των ΜΜΕ, τις ανεξάρτητες αρχές και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Απέναντι στο μαύρο σκοτάδι της καθεστωτικής απολυταρχίας και το κράτος ιδιωτικό – οικογενειακό λάφυρο, να αντιπαραβάλουμε σοβαρές και θαρραλέες μεταρρυθμίσεις που θα διασφαλίζουν περισσότερη δημοκρατία, διαφάνεια, λογοδοσία, δικαιοσύνη και αξιοκρατία.
Ο δημοκρατικός και προοδευτικός κόσμος, η δημοκρατική παράταξη, οφείλει να αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα, σύνεση και ανένδοτη δημοκρατική μαχητικότητα αυτό το εθνικής σημασίας στοίχημα. Γιατί οι υπαρκτές διαφορές δεν μπορούν να αποκρύψουν τον κοινό στόχο: Την υπεράσπιση της Δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, των δικαιωμάτων και της ασφάλειας του πολίτη.
Και μια κυβέρνηση δημοκρατικής ομαλότητας, αλλαγής, και προόδου, είναι η μόνη απάντηση στην εκτροπή, τις παρακρατικές μεθόδους και την καθεστωτική φαυλότητα που μας έχει οδηγήσει η τρίχρονη διακυβέρνηση Μητσοτάκη».