Tο ημερολόγιο, έγραφε 24 Ιουλίου 1923. Μια τέτοια μέρα, υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάννης οποία καθόρισε τα σύνορα της Τουρκίας με την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Συρία και το Ιράκ.
Σχεδόν 100 χρόνια μετά, η Συνθήκη της Λωζάννης, παραμένει πάντα στην επικαιρότητα, με τους Τούρκους, σε τακτά χρονικά διαστήματα, θέτουν θέματα και την αμφισβητούν. Πως φθάσαμε όμως στην Συνθήκη της Λωζάννης; Τι σημαντικά γεγονότα μεσολάβησαν. Τι σημαίνει για την χώρα μας ,τον ελληνισμό και τι σημαίνει για τους γείτονες μας; Τι καθόρισε ;
Ουσιαστικά, η Συνθήκη της Λωζάννης, κατήργησε την Συνθήκη των Σεβρών. Μετά το τέλος του Α Παγκοσμίου πολέμου, υπεγράφη ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις Συμμαχικές Δυνάμεις η Συνθήκη των Σεβρών (1920), η οποία, όμως, αμφισβητήθηκε από το ανεξάρτητο κίνημα των Νεοτούρκων, του οποίου ηγείτο ο Mustafa Kemal Atatürk. Στο πλαίσιο προσπαθειών συνεννόησης, πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1921 διάσκεψη στο Λονδίνο, η οποία, όμως, δεν τελεσφόρησε, και το Μικρασιατικό ζήτημα εξελίχθηκε σε πολεμική σύρραξη – γεγονός στο οποίο οδήγησε η προσπάθεια του ελληνικού στρατού να επιβάλει τη Συνθήκη των Σεβρών στους αντιπάλους, στο όνομα των Συμμαχικών Δυνάμεων.
Το αποτέλεσμα του ελληνοτουρκικού πολέμου ήταν καταστροφικό για την Ελλάδα και ολοκληρώθηκε με την Μικρασιατική Καταστροφή. Εξαιτίας της κατάστασης , οι Μεγάλες Δυνάμεις παρενέβησαν, αρχικα με την ανακωχή στα Μουδανία και στην πορεία με την συνιθήκη της Λωζάννης, που θ΄αναλύσουμε στην συνέχεια.
Η ανακωχή στα Μουδανιά υπεγράφη στις 11 Οκτωβρίου 1922 ανακωχή μεταξύ του Ισμέτ Πασά και των αρμοστών των τριών στην Κωνσταντινούπολη, ανακωχή την οποία απεδέχθη δύο ημέρες αργότερα και η Ελλάδα. Εναν μήνα αργότερα, στις 20 Νοεμβρίου του ιδίου έτους, συνήλθε στη Λωζάννη η ομώνυμη Συνδιάσκεψη Ειρήνης υπό την προεδρία του βρετανού ΥΠΕΞ λόρδου Κώρζον.
Στις εργασίες της, που διήρκεσαν ως τον Αύγουστο του 1923 με μια μικρή διακοπή μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου του ιδίου έτους, συμμετείχαν, εκτός από την Ελλάδα και την Τουρκία, η M. Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ρουμανία και η Σερβία. Επιπλέον προσεκλήθη η Σοβιετική Ενωση να συμμετάσχει αλλά μόνον όταν θα συνεζητείτο το καθεστώς των Στενών, ενώ επετράπη στη Βουλγαρία να εκθέσει τις απόψεις της περί εξόδου της στο Αιγαίο και περί καθεστώτος των Στενών. Στη διάσκεψη παρέστη και αμερικανός αντιπρόσωπος, ο Α.W. Child, και στη δεύτερη φάση ο αμερικανός πρεσβευτής στη Βέρνη J. Clark Grew.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος ζούσε στο Παρίσι, μετά την ήττα του, από τους βασιλικούς, κλήθηκε από την επαναστατική κυβέρνηση, να ηγηθεί της διπλωματικής μας αποστολής. Η Ελληνική αντιπροσωπεία , αποτελούνταν από τους Δημήτριο Κακλαμάνο, Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, Αλέξανδρο Μαζαράκη, Μιχαήλ Θεοτοκά και βέβαια, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Παράλληλα, με την διαπραγμάτευση, η Ελλάδα πρότεινε στην Σερβία, μια συμμαχία. Ο Αλέξανδρος Μαζαράκης ταξίδεψε στη Σερβία και παρεδωσε στον Πρωθυπουργό Νικόλα Πάσιτς, μια επιστολή. Η Ελλάδα είχε προτείνει στην Σερβία, μια συμμαχία σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία. Ο Σέρβος ηγέτης δεν εμφανίστηκε καν στον έλληνα απεσταλμένο. Μετά από αρκετές μέρες έστειλε επιστολή στον Βενιζέλο, στην οποία έλεγε οτι η Σερβία, θα απείχε από κάθε πόλεμο. Η μπλόφα του Βενιζέλου, σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις , οδηγηθούν σε αδιέξοδο, ήταν να απειλήσει την Τουρκία με πόλεμο.
Ο Ινονού
Επικεφαλής της Τουρκικής αντιπροσωπείας ήταν ο Ισμέτ Πασάς, ο γνωστός μας, Ινονού. Ο Ινονού, ήταν ένας στρατηγός του Κεμάλ. O Ινονού προσήλθε στην Λωζάνη με τον άερα του νικήτη και αυτό δεν άρεσε στην Βρετανία. Ο λόρδος Κόρζον Κέντλεστον είχε εκνευριστεί με τον Ινονού. Μάλιστα είχε πει για τον Ινονού: «Είναι προτιμότερο να μιλάς στην πυραμίδα του Χέοπα. Είναι πιθανότερο να σου απαντήσει». Ο Ινονού, γνώριζε την αδυναμία του, στις διαπραγματεύσεις και προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την βαρηκοΐα του. Όποτε η κατάσταση δυσκόλευε, έλεγε οτι δεν άκουσε καλά.
Η Βρετανία ενδιαφέρονταν για την ελεύθερη διέλευση στις θάλασσες της ανατολικής μεσογείου και να μπορεί να χρησιμοποιεί ελέυθερα, τα Στενά στα Δαρδανέλια και για τις πετρελαιοπηγές στην Μοσούλη, μια περιοχή που ήταν διαφιλονικούμενη ανάμεσα σε Τουρκία και Ιράκ. Στο «παιχνίδι» μπήκαν για πρώτη φορά και οι ΗΠΑ, που ήθελε δικές της εταιρείες να έχουν συμμέτοχη στην εκμετάλλευση, των πετρελαίων, στην Μοσούλη.
Στις 4 Φεβρουαρίου του 1923, οι διαπραγματεύσεις είχαν φθάσει σε αδιέξοδο. Η Μοσούλη ήταν το πρόβλημα. Κάποια στιγμή η Βρετανία, απείλησε με αποχώρηση. Ο Κόρζον λεει στον Ινονου. «Το βλέπεις το ρολόι; Είναι 8:25. Το τρένο για Λονδίνο, φεύγει στις 9:10. Έχετε μισή ώρα για να σώσετε την χώρα σας». Η ώρα πέρασε , ο Ινονου, δεν απάντησε και ο Κόρζον επιβιβάστηκε στο τρένο. Το πρώτο σκέλος, έληξε άδοξα. Εδώ επηρέασαν και οι Αμερικανοί που δεν άφησαν τους Τούρκους να υπογράψουν.Οι εργασίες ξανάρχισαν στις 23 Απριλίου.
Τα νησιά του Αιγαίου
Η τουρκική πλευρά διεκδίκησε τα νησιά του βορειανατολικού Αιγαίου με το επιχείρημα οτι εξαρτιόταν, από τα παράλια της Μικράς Ασίας., ενώ η Ελλάδα τόνισε οτι η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι ελληνικός. Οι Τούρκοι, υποστήριζαν οτι τα νησιά θα μπορεί να τα χρησιμοποιεί η Ελλάδα, ως ορμητήρια για τα απέναντι παράλια. Τελικά, τις δώθηκαν η Ίμβρος, η Τένεδος και οι Λαγούσες νήσοι. Για την Σαμοθράκη και την Λήμνο αποφασίστηκε καθεστώς πλήρους αποστρατικοποίησης και για την Λέσβο, την Χίο, την Σάμο και την Ικαρία καθεστώς μερικής αποστρατικοποίησης.
Τι ισχύει με τις βραχονησίδες
Οι βραχονησίδες είναι θέμα που απασχολεί ακόμα και σήμερα τις δύο χώρες είναι οι βραχονησίδες και αυτό γιατί υπήρξε μια γενική αναφορά. Η συνθήκη δεν κατονόμαζε όλα τα νησιά που περνούσαν στην κυριαρχία των δύο χωρών. Ανέφερε οτι οι εξαρτώμενες, από αυτά τα νησιά, νησίδες ή βραχονησίδες θα αποτελούσαν τμήμα της επικράτειας του αντίστοιχου κράτους. Επίσης, η συνθήκη ανέφερε οτι τα νησιά που δεν κατονομάζονται και βρίσκονται σε απόσταση μεγαλύτερη των τριών μιλιών(όχι ναυτικών) , από την Τουρκικές ακτές δεν ανήκουν στην Τουρκία.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Η αξίωση της Ελλάδας, ήταν η παραμονή του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη και η διατήρηση της οικουμενικότητας, ενώ η Τουρκία, επιζητούσε την εκδίωξη, γιατί θεωρούσε οτι αποτελούσε μια ανάμνηση της Μεγάλης Ιδέας και ένα όχημα για την αναβίωση του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού. Στόχος των Κεμάλ ήταν να μετατρέψει το Πατριαρχείο, σε Αρχιεπισκοπή, μια εκκλησία μόνο για τους Έλληνες της Πόλης. Η Ελλάδα, έφερε το παράδειγμα του Βατικανού, υποστήριζοντας οτι η Ιταλία, δεν μπορεί να διώξει το Βατικανό, έτσι και η Τουρκία, το Πατριαρχείο. Είναι ένας Οικουμενικός θεσμός και δεν μπορεί να ενταχθεί στις ελληνοτουρκικές διαφορές. Ο Βενιζέλος απείλησε με αποχώρησε και τόνισε χαρακτηριστικά οτι είναι casus belli , αν το Πατριαρχείο φύγει από την Κωνσταντινούπολη. Τελικα, ο Ινονού, έκανε πίσω και δέχθηκε την παραμονή του Πατριαρχείου.