Ελληνικός Αθλητισμός και Ψηφιακή Εποχή: Πως επί ηγεσίας Αυγενάκη το αυτονόητο έγινε ΑΝΤΙ-μεταρρύθμιση

Η δημιουργία της Ψηφιακής Πλατφόρμας του Ελληνικού Αθλητισμού αποτέλεσε τη μεγαλύτερη μεταρρύθμιση στο χώρο του Ελληνικού αθλητισμού, που ξεκίνησε επί των ημερών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Το εγχείρημα αποδομήθηκε μόλις ανέλαβε τη κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, λοιδορήθηκε από τις ίδιες τις πρακτικές του υφυπουργού αθλητισμού, αφού αντιμετωπίσθηκε ως εργαλείο χειραγώγησης του αθλητικού κινήματος. Εντέλει στη συνείδηση της αθλητικής κοινότητας καταγράφτηκε ως ΑΝΤΙ-μεταρρύθμιση.

Επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε μια ολιστική και πολυεπίπεδη διαδικασία ώστε να περάσει ο αθλητισμός στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή και σε ένα καθεστώς ελεύθερης διακίνησης αθλητικών δεδομένων, με τήρηση του Ευρωπαϊκού κανονισμού (GDPR) για τα προσωπικά δεδομένα.

Η διαδικασία αυτή περιλάμβανε τη δημιουργία μιας ψηφιακής πλατφόρμας, η οποία στο πλαίσιο της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης του κράτους, της χρηστής διοίκησης και της διαφάνειας, είχε προτεραιότητα το νοικοκύρεμα των υπηρεσιών της ΓΓΑ και μια αντιγραφειοκρατική λειτουργία, με κύριο στόχο τη διευκόλυνση των αθλητικών φορέων και των πολιτών και όχι φυσικά τον «εξωθεσμικό» έλεγχο, όχι την γραφειοκρατική και οικονομική καταδυνάστευσή τους.

Το ζητούμενο ήταν μια εξωστρεφής ψηφιακή πλατφόρμα, πάντα ανοικτή και προσιτή σε κάθε αθλητικό φορέα, ο οποίος θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εξυπηρετείται γρήγορα, με σύγχρονες ηλεκτρονικές λειτουργίες. Αντί αυτού ο υφυπουργός αθλητισμού Λ. Αυγενάκης επέλεξε για τον εαυτό του το ρόλο του κλειδοκράτορα ενός μητρώου, το οποίο ανοιγόκλεινε αναλόγως των προθεσμιών των εκλογικών διαδικασιών των αθλητικών ομοσπονδιών.

Η ψηφιακή πλατφόρμα του ελληνικού αθλητισμού, σύμφωνα με το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ περιελάμβανε τη διασύνδεση μιας σειράς ψηφιακών μητρώων, για την απαραίτητη καταγραφή των αθλητικών φορέων (αγωνιστικού αθλητισμού και άθλησης για όλους), του ανθρώπινου δυναμικού και των αθλητικών υποδομών της χώρας. Μια αυτονόητη ενέργεια για κάθε υφυπουργείο αθλητισμού που θέλει να έχει επιτελικό ρόλο στην αθλητική ανάπτυξη.

Η λειτουργία της θα συνέβαλε στη τακτοποίηση των σχέσεων μεταξύ της πολιτείας και των αθλητικών φορέων, με θέσπιση συγκεκριμένων ποιοτικών κριτηρίων και παραμέτρων για την πιστοποίησή τους, θα συνέβαλε στη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στον αθλητικό χώρο.

Θα χρησίμευε ως επιτελικό εργαλείο υποβοήθησης των αθλητικών ομοσπονδιών στα πλαίσια του αναπτυξιακού τους αθλητικού σχεδιασμού. Αυτονόητα, σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, θα παρείχε στατιστικά δεδομένα για την αξιολόγηση των ομοσπονδιών, κάτι που οι ίδιες το επιζητούσαν και μάλιστα το είχαν τονίσει (με πλήρη ομοφωνία) σε όλες τις συσκέψεις διαβούλευσης στις οποίες κλήθηκαν να συμμετάσχουν. Αρκετές μάλιστα είχαν καταθέσει κι εγγράφως τις δημιουργικές τους συμβολές. Οι αθλητικές Ομοσπονδίες είχαν κληθεί να συνδιαμορφώσουν με την τότε αθλητική ηγεσία το σχέδιο και δεν τους παρουσιάσθηκε ως πολεμικό ανακοινωθέν.

Η δημιουργία της ψηφιακής πλατφόρμας του ελληνικού αθλητισμού εντάχθηκε στο επιχειρησιακό πρόγραμμα «Μεταρρύθμιση Δημόσιου Τομέα 2014-2020», με χρηματοδότηση από Ευρωπαϊκούς πόρους της τάξης των 600.000 ευρώ. Ήταν η πρώτη φορά που ο ελληνικός αθλητισμός εντάχθηκε επισήμως σε πρόγραμμα ΕΣΠΑ.

Το έργο, με προγραμματική σύμβαση που υπεγράφη με την Γ.Γ.Α., και τη διεκπεραίωση των διαδικασιών με την Εθνική Αρχή ΕΣΠΑ., ανέλαβε να εκτελέσει η Κοινωνία της Πληροφορίας Α.Ε., εταιρεία εποπτευόμενη από το Ελληνικό δημόσιο.  ‘Ολες οι συμβάσεις είχαν εγκριθεί αφού πέρασαν από τους υποχρεωτικούς ελέγχους και είχαν αναρτηθεί στο Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων στα πλαίσια της διαφάνειας.

Μετά την ολοκλήρωση της Α’ φάσης (σύνταξη μελέτης), τον Ιούνιο του 2019 ήταν έτοιμη προς δημοσίευση η προκήρυξη του διαγωνισμού για την Β’ φάση του έργου ύψους 200.000 ευρώ.

Δυστυχώς, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, που αναδείχτηκε στις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019 είχε άλλες βλέψεις. Μπλόκαρε τον διαγωνισμό, έσπασε το έργο σε κομμάτια και προχώρησε σε επιμέρους αναθέσεις. Μια ιδιωτική εταιρεία εγκαταστάθηκε εντός της Γ.Γ.Α. και ανέλαβε την παραλαβή των αιτήσεων των, προς αναγνώριση, αθλητικών φορέων. Άλλη διαδικασία επιλέχθηκε σε συνεργασία με την ΚΕΔΕ (άραγε με ποιο διαγωνισμό;), για την καταγραφή των αθλητικών εγκαταστάσεων με την κωδική ονομασία «Πέλοψ», η οποία στο μεγαλύτερο μέρος είχε υλοποιηθεί ήδη από τις τεχνικές υπηρεσίες της Γ.Γ.Α. τα περασμένα χρόνια. Σε όλα αυτά προστίθεται η «καταστροφή» του ηλεκτρονικού server της ΓΓΑ, τον Αύγουστο του 2019, και η ανάθεση σε άλλη ιδιωτική εταιρεία της ηλεκτρονικής επανεγγραφής όλου του έντυπου υλικού.

Και τέλος, απαξίωση επιφυλάχθηκε από τον υφυπουργό Λ. Αυγενάκη και στο Μοντέλο Αξιολόγησης των Αθλητικών Ομοσπονδιών, το οποίο αφού το βρήκε έτοιμο στα γραφεία της Γ.Γ.Α. και το βάφτισε ως «Χίλων», όποτε τον βολεύει το κουνά ως εργαλείο εκφοβισμού των αθλητικών ομοσπονδιών. Το έχει «απαλλάξει» από όλες τις ποιοτικές παραμέτρους και κριτήρια και το χρησιμοποιεί ως άλλοθι για την υποχρηματοδότηση στη οποία καταδίκασε τον ερασιτεχνικό αθλητισμό.

Η αθλητική ηγεσία επί Λ. Αυγενάκη δεν είναι μόνο αυταρχική κι εκδικητική απέναντι στους αθλητικούς φορείς που δεν τις κάνουν τα επικοινωνιακά κέφια. Δεν είναι μόνο ανίκανη επειδή «έχασε» το ΕΣΠΑ των 600.000 ευρώ για τον αθλητισμό. Δεν είναι απλά αντιεπιστημονική αφού δεν έχει ολιστική αντίληψη για τον αθλητισμό.

Είναι επικίνδυνη επειδή υλοποιεί ένα και μοναδικό σχέδιο: την κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους στον αθλητισμό. Θεσμοθετεί την ασυδοσία των αγορών στον αθλητισμό, υπονομεύει τον επιτελικό ρόλο της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, ενισχύει την εμπορευματοποίηση και την παράδοση του αθλητισμού σε ιδιωτικά συμφέροντα.

Ιούλιος Συναδινός

Άρθρο στο Documento του Ιούλιου Συνοδινού, πρώην ΓΓ Αθλητισμού